“ Στα θεμέλια ολόκληρου του οικοδομήματος της οικονομικής επιστήμης βρίσκεται η Κλασσική Πολιτική Οικονομία (ΚΠΟ). Αυτή ξεπήδησε μέσα από την εποχή του Διαφωτισμού, όπου η Νευτώνεια θεωρία της «παγκόσμιας έλξης»– προτείνοντας το εξηγητικό «μοντέλο» ενός προαιώνια ρυθμισμένου και ορθολογικού σύμπαντος, στην βάση της βαρύτητας…- άσκησε τεράστια διανοητική και ιδεολογική επίδραση.
Αυτή η οπτική άρχισε να συνθλίβει, προοδευτικά, την Μεσαιωνική πεποίθηση που στήριζε την ευρύτερη κοινωνική συναίνεση και τάξη και βασιζόταν σε δυο συμπλεκόμενους θεμελιώδεις πυλώνες: Και την Διοίκηση και την Πίστη τις νομιμοποιούσε η «Θεία Δύναμη», με τους νόμιμους και αναμφισβήτητους εκπροσώπους της στην Γη, μέσω των κληρονομικών δικαιωμάτων σε κάθε Αρχή και σε κάθε Εξουσία…
Η Κλασσική Πολιτική Οικονομία κατάφερε, λοιπόν, ένα βαρύ χτύπημα σε αυτήν την μεσαιωνική τάξη πραγμάτων και αποτέλεσε, έκτοτε, μια πραγματική πηγή ελεύθερου, τόσο επιστημονικού όσο και πολιτικού, πνεύματος. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, στα πλαίσια της Κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας, η οικονομική σκέψη, ξεπερνώντας τις προϋπάρχουσες διάχυτες και αποσπασματικές κρατικοκεντρικές μερκαντιλιστικές/ εμποροκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές , έκτισε με συστηματικότητα τις θεωρητικές βάσεις που οδήγησαν στην ανάπτυξη του επιστημονικού τομέα της οικονομικής επιστήμης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πρώτες ρίζες της Θεωρίας της Οικονομικής Μεγέθυνσης και Ανάπτυξης βρίσκονται στο έργο των κλασσικών οικονομολόγων του 18ου και 19ου αιώνα: Όλοι οι μεγάλοι κλασσικοί οικονομολόγοι ήταν λοιπόν, κυρίως, θεωρητικοί της Ανάπτυξης…
Συγκεκριμένα, θεωρητικός πατέρας της ΚΠΟ θεωρείται ο Α.Smith . Αυτός με το μνημειώδες έργο του «ο Πλούτος των Εθνών» το 1776, έθεσε τα επιστημονικά θεμέλια της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, αλλά και τις βάσεις ολόκληρης της σύγχρονης φιλελεύθερης σκέψης. (βλ. σχήμα)
Στα μάτια του, ο πλούτος ενός έθνους είναι ποσότητα των αγαθών που παράγεται –δηλαδή, η πραγματοποιημένη παραγωγική ικανότητα μίας χώρας- και η οποία εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες, την συνολική ποσότητα των παραγωγικών συντελεστών που αυτή διαθέτει και την παραγωγικότητα αυτών των συντελεστών, δηλαδή η έμπρακτη ικανότητα και επιδεξιότητα με την οποία κάνουν τη δουλεία τους. Ο Smith δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο «βαθύτερος κινητήρας» ανάπτυξης του πλούτου ενός έθνους είναι η ενδυνάμωση αυτής τη δεύτερης παραμέτρου.
Αλλά πως θα γίνει αυτό;
Στην πηγή της οικονομική σκέψης του Α.Smith ανιχνεύεται μια μεγαλειώδης φιλοσοφική ανασύνθεση και υπέρβαση . Γράφει ο Σμιθ, συγκεκριμένα, στον «Πλούτο των Εθνών» πως η διεκδίκηση του ατομικού οφέλους, υπό συνθήκες, οδηγεί αναγκαστικά στο κοινό καλό…
… (Ο άνθρωπος) αυτό που έχει υπ’ όψη του, είναι το δικό του όφελος και όχι αυτό της κοινωνίας. Αλλά η επιδίωξη του δικού του οφέλους, φυσικά ή μάλλον αναγκαστικά, τον οδηγεί να προτιμά εκείνη την απασχόληση που είναι περισσότερο επωφελής για την κοινωνία»… Smith, A. (1776) ‘An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations’
Εκεί διασαφηνίζει, επίσης, ότι «δεν είναι από τη γενναιοδωρία του κρεοπώλη ή του αρτοποιού που περιμένουμε το δείπνο μας, αλλά από τη μέριμνα του δικού τους συμφέροντος» . Αν ο κρεοπώλης ή ο αρτοποιός δεν κάνουν το καλύτερο δυνατόν ως παραγωγοί έναντι του πελάτη τους, αν τον παραμελήσουν ή θελήσουν να τον εκμεταλλευτούν, αυτός θα αλλάξει προμηθευτή και αυτοί θα πεινάσουν…
Πάντα;
Όχι πάντα. Αρκεί ο πελάτης να έχει εναλλακτικές επιλογές, να μπορεί δηλαδή να βρει άλλους καλύτερους και πιο αποτελεσματικούς προμηθευτές, πράγμα που του το εξασφαλίζει ο ανταγωνισμός. Και συμπληρώνει :«η φυσική προσπάθεια του κάθε ατόμου να βελτιώσει τις δικές του συνθήκες, όταν υποφέρει για να ασκήσει το δικαίωμα του στην ελευθερία και ασφάλεια, είναι τόσο ισχυρές και θεμελιώδες αυτές οι αρχές, από μόνες τους, οι οποίες όχι μόνο είναι ικανές να συνεχίσουν την κοινωνία προς τον πλούτο και την ευημερία, αλλά και να υπερπηδήσουν εκατοντάδες αναιδή εμπόδια με τα οποία η τρέλα των ανθρώπινων νόμων πολύ συχνά δυσχεραίνει τις λειτουργίες της: παρότι η επίδραση αυτών των εμποδίων είναι, λιγότερο ή περισσότερο, για να υπερκαλύψουν την ελευθερία, ή να απομειώσουν την ασφάλεια.»
Με απλή διατύπωση, λοιπόν, υποστηρίζει πως η επιδίωξη του ατομικού οφέλους μέσα σε έναν κόσμο ελεύθερων αγοραίων συναλλαγών, ελεύθερης πρωτοβουλίας, επιλογής και ανταγωνισμού οδηγεί αναγκαστικά στο κοινό καλό. Σε συνθήκες ελευθερίας, χωρίς εμπόδια, μονοπωλιακούς περιορισμούς και ιεραρχικούς καταναγκασμούς -με ευκαιρίες για όλους και υπευθυνότητα από όλους- το ατομικό όφελος συγκλίνει αναγκαστικά με το κοινωνικό: Και σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει, διότι δεν μπορεί να υπάρξει, ουσιώδης απόκλιση μεταξύ των δυο….
Στην σύλληψη του Α.Smith, ο συνολικός μηχανισμός του καπιταλισμού που παράγει τον πλούτο μπορούμε να πούμε πως συντίθεται από ορισμένους κεντρικούς κρίκους σε μια ενιαία αναπτυξιακή αλυσίδα, που εκκινεί από τα δομικά προαπαιτούμενα της ανάπτυξης (φυσική τάση των ανθρώπων για ανταλλαγή, θεσμικό πλαίσιο πλήρους ανταγωνισμού, αρχική συσσώρευση κεφαλαίου), την ανάπτυξη της αγοράς και των συναλλαγών, τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσα από τον καταμερισμό της εργασίας, σε ένα συνεχή «αγαθό κύκλο» ανάπτυξης ο οποίος , κάποια στιγμή «ωριμάζοντας», «φρενάρει» εξαιτίας της πτωτικής τάσης των κερδών και των επενδύσεων. Αυτή η ανάσχεση απαιτεί το άνοιγμα σε νέες τεχνολογίες και σε νέες αγορές –δηλαδή, σε καινοτομίες, για να το εκφράσουμε με σύγχρονη διατύπωση…- ώστε να ξεπεραστεί και να ξαναμπούμε και πάλι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο θετικό μεγεθυντικό σπιράλ…
Η ανάλυση του Adam Smith χαρακτηρίζεται, στο βάθος της, από μια ανεξίτηλη αισιοδοξία καθώς στο κέντρο του θεωρητικού ενδιαφέροντος του βρίσκονται οι αύξουσες αποδόσεις. Συγκεκριμένα, αντιλαμβάνεται την οικονομική πρόοδο ως μια αυτο-αναπαραγόμενη διαδικασία, χωρίς αναγκαστική κατάληξη σε ένα καθεστώς στασιμότητας (stationary state), στοιχείο που τον διαφοροποιεί σαφώς από τους περισσότερους κλασσικούς που τον ακολούθησα και παρέμειναν σχετικά πεσιμιστές, επ’ αυτού . Σύμφωνα με την οπτική του Smith οι αύξουσες αποδόσεις κυριαρχούν στις περισσότερες βιομηχανικές δραστηριότητες, ενώ οι φθίνουσες αποδόσεις χαρακτηρίζουν αποκλειστικά την πρωτογενή παραγωγή .
Μα από πού προέρχονται, τελικά, αυτές οι αύξουσες αποδόσεις;
Η βαθύτερη πηγή -η «τεχνολογική καρδιά» θα λέγαμε- αυτής της αύξησης της παραγωγικότητας στην συλλογιστική του βρίσκεται στην αρχή της καταμερισμού της εργασίας. Ο μηχανισμός που σχηματοποιείται είναι, στην ουσία, απλός: Ο μεγαλύτερος καταμερισμός εργασίας οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγικότητα και, κατ΄ επέκταση, σε περισσότερο πλούτο.
Και φυσικά δεν υπάρχει, πουθενά στον κόσμο, οποιοσδήποτε πρωτοετής φοιτητής στα οικονομικά που να μην έχει ακούσει για το «εργοστάσιο με τις καρφίτσες» όπου ο Smith παρατήρησε συγκεκριμένα την θαυμαστή αύξηση της παραγωγικότητας μέσα από τον καταμερισμό των έργων. (βλ.παράθεμα)
Η έκρηξη της παραγωγικότητας στο εργαστήριο με τις καρφίτσες…
…Εάν όλα τα κομμάτια μιας καρφίτσας ήταν να φτιαχτούν από έναν άνθρωπο, με δυσκολία θα μπορούσε να παραχθεί μία καρφίτσα την ημέρα. Στα αγγλικά εργοστάσια, ωστόσο, αυτή η ‘’απλή’’ εργασία καταμερίζεται σε 18 ‘’ειδικά’’ βήματα, κάθε ένα από τα οποία γίνεται από ανθρώπους με συγκεκριμένες δεξιότητες. Σε ένα εργοστάσιο αυτού του τύπου, με 10 εργάτες, το καθημερινό αποτέλεσμα των καρφιτσών φτάνει ένα μέσο όρο 48.000 μονάδων, το οποίο σημαίνει 4.800 καρφίτσες ανά άτομο… Smith, A. (1976) ‘An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations’. Oxford University Press. σελ. 14.
Τεράστια η θετική διαφορά -η έκρηξη να είμαστε ακριβέστεροι… – της παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς ο καταμερισμός της εργασίας επιτρέπει μία ιδιαιτέρως εντυπωσιακή αύξηση των παραγωγικών επιδόσεων. Και συμπληρώνει, όσον αφορά στα βασικές αιτίες της βελτίωσης που βρίσκονται πίσω από τον καταμερισμό της εργασίας και την εξειδίκευση της: Η μεγάλη αύξηση του όγκου δουλειάς που ο ίδιος αριθμός ανθρώπων μπορεί να κάνει, ως αποτέλεσμα κατανομής της εργασίας τους, οφείλεται σε τρία διαφορετικά στοιχεία: πρώτο στην αύξηση της δεξιοτεχνίας του κάθε εργαζόμενου ξεχωριστά, δεύτερο στην εξοικονόμηση χρόνου που συνήθως χάνεται στο πέρασμα από το ένα στο άλλο είδος δουλειάς όταν τις κάνει ο ίδιος άνθρωπος και τέλος, στην εφεύρεση μεγάλου αριθμού μηχανών που διευκολύνουν τη συντόμευση της εργασίας, ενώ παράλληλα επιτρέπουν σε ένα άτομο να κάνει τη δουλειά πολλών.
Μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, των τριών προηγούμενων παραγόντων που προβάλλει ο Smith σε αυτό το σημείο φανερώνει και κάτι περισσότερο. Πόσο, άραγε, μπορεί να αυξηθεί η επιδεξιότητα ενός εργαζόμενου σε μια εργασία ρουτίνας από την απλή επανάληψη της; Γιατί να απαιτείται μετακίνηση από την μια εργασία στην άλλη καθώς, κάλλιστα, θα μπορούσε για παράδειγμα κάθε μια μέρα να αφιερώνεται σε μια μόνον εργασία και η επόμενη σε διαφορετική; Και, τέλος, σε ποιο βαθμό η εφεύρεση νέων μηχανών μπορεί να προέλθει, όντως, από αυτόν τον στενά εξειδικευμένο και «επαναληπτικό» εργάτη, μονάχο του; Τίποτα από τα παραπάνω, απομονωμένα και αποσπασματικά, δεν φαίνεται επαρκές ως απάντηση για την παρατηρούμενη «έκρηξη της παραγωγικότητας».
Βαθύτερα λοιπόν και από τα τρία προηγούμενα σημεία, η μεγάλη δύναμη του καταμερισμού της εργασίας και της εξειδίκευσης που προτείνει ο Smith φαίνεται πως βρίσκεται στην συνολική αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας που αυτή υποβάλλει. Η τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας προέρχεται, τελικώς, από τον συνολικά αποτελεσματικότερο προγραμματισμό, οργάνωση, διεύθυνση και έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας στο εσωτερικό του εργοστασίου της «νέας λογικής» που περιγράφει. Έχουμε εδώ, λοιπόν, μια αυθεντική λογική ολοκληρωμένης διαχειριστικής καινοτομίας, χρησιμοποιώντας την σύγχρονη ορολογία .
Είναι, όμως, αυτή η εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας, και η συμπαραγόμενη στενή εξειδίκευση μια ουδέτερη διαδικασία -οργανωσιακά, ατομικά-υπαρξιακά και κοινωνικοπολιτικά- ;
Δεν χωρά αμφιβολία πως η λογική της βιομηχανικής κατανομής εργασίας επέτρεπε την ταχεία αύξηση των δυνατοτήτων επιβολής μεγαλύτερης πειθαρχίας και έλεγχου πάνω στην εργατική δύναμη, εκ μέρους της ανερχόμενης καπιταλιστικής τάξης.
Ναι. Αλλά, ο Adam Smith σημειώνει χωρίς δισταγμό και την αρνητική πλευρά του πράγματος: Δηλαδή πως και η ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων των εργατών «διαμορφώνεται αναγκαστικά από την κανονική απασχόληση τους. Ο άνθρωπος του οποίου η ζωή αναλώθηκε στην εκτέλεση απλών μηχανικών εργασιών[…] δεν είχε την ευκαιρία να καλλιεργήσει την αντίληψη του […]. Είναι, επομένως, φυσικό να χάνει τη συνήθεια να χρησιμοποιεί τη σκέψη του και να γίνεται τόσο βλάκας και τόσο αμαθής, όσο μπορεί να γίνει ένα ανθρώπινο πλάσμα» .
Άρα, επ’ ουδενί δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιος την σκέψη του Σμιθ ως μονόπλευρη ή απλουστευτική και ως προς αυτό.
Πέραν αυτών όμως ο Α.Smith, ανέδειξε με ιδιαίτερη θεωρητική οξυδέρκεια το γεγονός πως οι ωφέλειες από τον καταμερισμό της εργασίας παραμένουν πάντοτε περιορισμένες από το μέγεθος της αγοράς.
…όταν η αγορά είναι πολύ μικρή, κανένα άτομο δεν μπορεί να έχει καμία ενθάρρυνση να αφιερώσει τον εαυτό του αποκλειστικά σε μια απασχόληση, εξαιτίας της έλλειψης της δυνατότητας να ανταλλάσσει όλο το μέρος του προϊόντος από την προσωπική του εργασία που πλεονάζει, και το οποίο υπερβαίνει τη δική του κατανάλωση, με τα αντίστοιχα μέρη του προϊόντος της εργασίας άλλων ανθρώπων, ανάλογα με τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται… Smith, A. (1976) ‘An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations’. Oxford University Press
Πάντοτε, λοιπόν, όσο μεγαλύτερη είναι η αγορά, τόσο ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και των επαγγελμάτων θα είναι περισσότερο προωθημένος. Κατά συνέπεια, τόσο υψηλότερη θα είναι η παραγωγικότητα της εργασίας και ο παραγόμενος πλούτος. Άρα, μεγαλύτερη αγορά σημαίνει, ευθέως, περισσότερος πλούτος.
Φυσικά, στην οπτική του, το όφελος από τον καταμερισμό εργασίας μπορεί να επεκτείνεται πέρα από το εργοστάσιο, πέρα από την πόλη, μπορεί να απλώνεται, ακόμα και πέρα από το έθνος-κράτος. Να ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και έτσι να γίνεται η βάση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Στη διεθνή διάσταση της προσέγγισης του ο Α. Smith αντιλαμβάνεται, συγκεκριμένα, το πως οι διαφορετικές εθνικές οικονομίες λαμβάνουν, κατά κάποιον τρόπο, τη θέση των εργατών στην κατανομή των επιμέρους παραγωγικών ρόλων για να καταλήξουν σε αυτό που θα αποκληθεί στην συνέχεια διεθνής καταμερισμός εργασίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διεκδίκηση υψηλότερης παραγωγικότητας και κέρδους, δε μπορεί παρά να κάνει τον καπιταλισμό, από την ίδια την φύση του, να ξεχειλίζει από το εθνικό πλαίσιό του. Και, τελικώς, στην ανάλυση του η μόνη διέξοδος από την πραγματοποίηση της απειλής του σταδίου της στασιμότητας, για κάθε καπιταλιστική εθνική οικονομία, είναι το εξωτερικό εμπόριο και η διευρυνόμενη διεθνής αγορά, συνεπικουρούμενη από την συνολική τεχνολογική πρόοδο στο εσωτερικό της.
Συνοψίζοντας, στο έργο του Smith η έννοια της καινοτομίας αναδεικνύεται ως το βαθύτερο εξηγητικό θεμέλιο ολόκληρης της αναπτυξιακής διαδικασίας. Και μάλιστα πρόκειται εδώ για μια πλήρως σφαιρική σύλληψη της καινοτομίας, ακόμα και στα μάτια της σύγχρονης προβληματικής και ανάλυσης.
Δεν περιορίζεται ερμηνευτικά μονάχα στο τεχνολογικό υπόστρωμα της καινοτομίας (νέες μηχανές), αλλά ανοίγεται ευθέως και με μεγάλη διεισδυτικότητα και στο απολύτως διασυνδεδεμένο διαχειριστικό περιεχόμενο της (επεκτεινόμενος καταμερισμός εργασίας) καθώς και στον αναγκαίο ευρύτερο στρατηγικό ορίζοντα της (διεθνές εμπόριο και κατάκτηση νέων αγορών).
Η σκέψη του Α. Smith είναι, αναμφίβολα, η μητέρα και των οικονομικών της καινοτομίας. ” …
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει