«Απαιτείται η προσέλκυση επενδύσεων για τη δημιουργία επιχειρήσεων που παράγουν, διεθνώς, ανταγωνιστικά προϊόντα και αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, που η υλοποίησή τους καθυστερεί απελπιστικά. Έτσι, χάνονται οι ευκαιρίες και η ανεργία παραμένει στα ύψη» …
Πάμε σχεδόν έξι χρόνια πριν, να δούμε πόσο χρόνο έχουμε χάσει … Γράφουμε, γράφουμε αλλά ποιος ακούει…
Η ανάλυση της παρούσας κρίσης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας φαίνεται πως στις περισσότερες προσεγγίσεις της συνεχίζει να εξαντλείται -και, δυστυχώς, να καθηλώνεται, ακόμη κι έως σήμερα- στη λογική των συγκυριακών, πυροσβεστικών «λύσεων».
Παράλληλα, η αδιάλειπτα αγχώδης και «οριακή» αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών φαίνεται πως, δυστυχώς, θέτει διαρκώς σε δεύτερη μοίρα, στην οπτική της οικονομικής πολιτικής της χώρας, τις σημαντικότερες, τις πλέον κρίσιμες διαστάσεις για τη δομική και μακρόπνοη αντιμετώπιση της κρίσης του κοινωνικο-οικονομικού μας συστήματος.
Συγκεκριμένα, στην άρθρωση της πολιτικής εξόδου από την κρίση, έως σήμερα, φαίνεται να αποδίδεται στην πράξη ελάχιστη βαρύτητα στη μικρο-οικονομική (επιχειρηματική) και μεσο-οικονομική (κλαδική, περιφερειακή και τοπική) πτυχή της ύφεσης που βιώνουμε.
Σαν να μας απασχολεί αποκλειστικά το να κρατήσουμε τον «ασθενή» (την ελληνική οικονομία) στη ζωή με αποσπασματικές και βραχύπνοες προσπάθειες (αύξηση της φορολογίας, οριζόντιες επιβαρύνσεις, χαράτσια) παραμελώντας συστηματικά -και συχνά επιβαρύνοντας ακόμα- τις επιμέρους οργανικές (κλαδικές και περιφερειακές) και κυτταρικές (επιχειρηματικές) λειτουργίες του.
Μα κάτι τέτοιο, εύκολα γίνεται κατανοητό στη μεταφορά μας, δεν μπορεί επ’ ουδενί να οδηγήσει στη γρήγορη έξοδο από την «εντατική».
Απλά, κρατά τεχνητά τον ασθενή στη ζωή αδυνατίζοντας, όμως, κλιμακωτά τη συνολική φυσιολογική του κατάσταση και, μαζί, όλες τις προοπτικές ταχείας αποκατάστασης της υγείας του.
Κι όμως, κυρίως στην εστίαση επί αυτών των δύο διαστάσεων (μικρο- και μεσο-οικονομικό επίπεδο) βρίσκεται η αναγκαία βάση για οποιαδήποτε βιώσιμη έξοδο από το σκοτεινό τούνελ που διερχόμαστε. Και μέσα από την επαναπροσέγγιση αυτών των δύο επιπέδων ανάλυσης της οικονομίας μας πρέπει να έρθει, επιτέλους, στο επίκεντρο των συζητήσεών μας το πολυσύνθετο πρόβλημα της αστάθειας, της ρευστότητας, της ατονίας και της αποτρεπτικότητας του επενδυτικού περιβάλλοντος στη χώρα μας. Τελικά, από αυτήν τη δομική ανεπάρκεια του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στη χώρα μας προκύπτει, αναπαράγεται και θα αναπαράγεται η τραγικά διογκούμενη ανεργία και η μέγγενη των χαμηλών εισοδημάτων: εδώ βρίσκεται η καρδιά του προβλήματός μας.
Επενδυτική ελκυστικότητα
Κάθε ουσιώδης προσπάθεια με σκοπό το άνοιγμα ενός νέου μονοπατιού ανάπτυξης για την οικονομία μας απαιτεί -και χωρίς καμιά δυνατότητα αναβολής πλέον- τη δραστική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας, της εξωστρέφειας και της επενδυτικής ελκυστικότητας του παραγωγικού ιστού της χώρας μας. Κι ο διογκούμενος εφιάλτης της ανεργίας μπορεί να ξεπεραστεί διατηρήσιμα και σε μακρόχρονο ορίζοντα μονάχα μέσα σε μια οικονομία που θα διαθέτει ιδιωτικές επιχειρήσεις με ισχυρή προσαρμοστικότητα, επιχειρήσεις οι οποίες θα τολμούν και θα καταφέρνουν να καινοτομούν και να αλλάζουν αποτελεσματικά, αλλά και μιας κοινωνίας εργαζομένων οι οποίοι θα προσφέρουν το προϊόν της εργασίας τους σε όρους υψηλής ποιότητας και ικανοποιητικών αμοιβών.
Στον πυρήνα της προβληματικής της «εξόδου από την κρίση» βρίσκεται αναπότρεπτα το «στοίχημα» της δραστικής ελάφρυνσης από βάρη, της προάσπισης και της καλλιέργειας της υγιούς και προσαρμοστικής ιδιωτικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα.
Η κοινωνική πληγή της ανεργίας θα μπορέσει να ξεπεραστεί διατηρήσιμα μονάχα μέσα σε μια οικονομία που θα διαθέτει ικανές και «επιθετικές» ιδιωτικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις που θα μπορούν να παράγουν, να επιβιώνουν, να κερδίζουν και να αναπτύσσονται, μέσα στον σύγχρονο, σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό. Και χωρίς τη σύσταση μια συνολικής προοπτικής για την ανάπτυξη υγιών ιδιωτικών επιχειρήσεων «νέας γενιάς», η εργασία στη χώρα μας θα καθίσταται όλο και πιο ανασφαλής, όλο και πιο απεμπλουτισμένη, όλο και πιο κακοπληρωμένη.
Τα κρίσιμα θέματα που οφείλουν να αποτελέσουν το «νέο κέντρο» των αναζητήσεών μας ως κοινωνία, για τη διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση και την πραγματική διασφάλιση της εργασίας στη χώρα μας, συνοψίζονται στα 6 ακόλουθα:
1. «Αποενοχοποίηση» στην πράξη της έννοιας της υγιούς ιδιωτικής επιχειρηματικότητας
Ας αντιληφθούμε -έστω και την ύστατη στιγμή- πως ο ιδιώτης επιχειρηματίας δεν είναι «εκ φύσεως ο κακός της ιστορίας». Ο ρόλος του είναι κρίσιμος και αναντικατάστατος, καθώς χωρίς καινοτόμο και προσαρμοστική επιχειρηματικότητα αδυνατούν να παραχθούν και να διατηρηθούν, πλέον, βιώσιμες θέσεις εργασίας και ικανοποιητικά εισοδήματα στα πλαίσια του συστηματικά οξυνόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού. Κατ’ επέκταση, χωρίς επαρκή κέρδη και εισοδήματα στους εγχώριους παραγωγικούς συντελεστές δεν μπορούμε επ’ ουδενί να έχουμε ως κοινωνία επαρκείς φορολογικούς πόρους, δημοσιονομική υγεία και προοπτική σταθερότητας, όπως και οποιαδήποτε πιθανότητα δόμησης μιας βιώσιμης τροχιάς κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης, δικαιοσύνης και ασφάλειας στο μέλλον.
Τελικά, χωρίς ισχυρή και καινοτόμο επιχειρηματικότητα δεν υπάρχει καμία θετική προοπτική, όχι μόνο για την οικονομία μας αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία μας.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως και η ιδιωτική επιχειρηματικότητα στη χώρα μας, σήμερα, βρίσκεται στην «καλύτερη δυνατή κατάσταση», πως είναι θωρακισμένη και πανέτοιμη να κατακτήσει το δύσκολο μέλλον που ανοίγεται μπροστά της. Εντελώς αντίθετα, γίνεται προοδευτικά όλο και σαφέστερο πως ένα μεγάλο κομμάτι της έχει ανάγκη από ριζικό εκσυγχρονισμό, βαθύ επανακαθορισμό και επανασύσταση του ρόλου του.
Στην πραγματικότητα, την «εποχή των βολεμένων» όχι μόνο στίφη «εργαζομένων» κηφήνων βρήκαν «ζεστή αγκαλιά» στο «φιλεύσπλαχνο κράτος» μας, αλλά και πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις «αφομοιώθηκαν» στην πρακτική του «Διαφθείρω, τη σκαπουλάρω και περνάω μια χαρά… Γιατί να εκσυγχρονισθώ;». Κατ’ αυτό τον τρόπο σήμερα, ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, παραπέμπει σε μια «επιχειρηματικότητα» στενά κρατικοδίαιτη, «μαύρη», επιφανειακή, λειτουργικά ανεπαρκή, επιρρεπή στην ανομία και στενά καιροσκοπική: στην ουσία, μια «επιχειρηματικότητα» χωρίς πραγματική προοπτική επιβίωσης και, στο βάθος, κοινωνικά επιζήμια.
Αυτού του είδους η «επιχειρηματικότητα» ουδεμία σχέση έχει με την υγιή επιχειρηματική δράση που απαιτεί μια σύγχρονη αναπτυξιακή τροχιά για τον τόπο μας και πρέπει, επιτέλους, να τελειώνει: κακό μάς έκανε, καλό δεν θα μάς κάνει.
Και μακάρι η παρούσα κρίση να βοηθήσει στον ταχύτερο δυνατό ενταφιασμό της.
2. Πρώτη προτεραιότητα, πλέον, στο ζητούμενο της ανταγωνιστικότητας
Η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας και η δυνατότητά της να αναπτύσσεται μακρόπνοα προσδιορίζεται, τελικά, από την ικανότητα των επιχειρήσεών της στο να καταφέρνουν να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται στο εσωτερικό του διαρκώς εντεινόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Η επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα, βαθύτερα, είναι το κύτταρο της εθνικής ανταγωνιστικότητας και έτσι μια χώρα με επιχειρήσεις που διολισθαίνουν σε μια διευρυνόμενη απώλεια της ανταγωνιστικότητάς τους, αργά ή γρήγορα, εισέρχεται στη δίνη μιας διαρθρωτικής κοινωνικο-οικονομικής κρίσης και καθηλώνεται στην παγίδα της ύφεσης. Και σε αυτή την εξέλιξη καμία μακροοικονομική «αλχημεία» δεν μπορεί, επί μακρόν, να συγκαλύψει τη θλιβερή πραγματικότητα.
Στο βάθος, τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτής της πολύχρονης και βαθμιαίας δομικής φθοράς της ανταγωνιστικότητας του παραγωγικού ιστού της χώρας μας βιώνουμε σήμερα.
Στην Ελλάδα, για πάρα πολλά χρόνια η κρίσιμη συνειδητοποίηση της σημασίας της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεών μας παρέμεινε στην πολιτική αφάνεια: με την «ευγενική» ιδεολογική συνδρομή των «φιλολαϊκών αρχιτεκτόνων» των σημερινών «αδιεξόδων» μας.
Μα χωρίς δραστική τόνωση της ανταγωνιστικότητας του παραγωγικού μας ιστού δεν υπάρχει μέλλον έξω από την κρίση.
Αυτό πρέπει, επιτέλους, να το συνειδητοποιήσουμε χωρίς υπεκφυγές και πρόσθετες καθυστερήσεις.
3. Προσπάθεια συστηματικής αύξησης της ελκυστικότητας των προϊόντων μας στη διεθνή αγορά
Για να επιβιώνει και να αναπτύσσεται κάθε είδους και κλαδικής στόχευσης σύγχρονη ιδιωτική επιχείρηση πρέπει να καταφέρνει να βρίσκει, να κατακτά και να κρατά ικανοποιημένους τους πελάτες της, στην εγχώρια αλλά και στη διεθνή αγορά. Για πολλές επιχειρήσεις στη χώρα μας και αυτό σαν να είχε «ξεχαστεί» για πολλά χρόνια.
Η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεών μας ποντάροντας, σχεδόν αποκλειστικά, στο «εύκολο πορτοφόλι» του «στερημένου άρχοντα» -λαρτζ και πολυδανεισμένου- Έλληνα πελάτη, στην παθογενώς διογκωμένη ζήτησή του εξαιτίας και της «κρατικής ανοιχτοχεριάς», στις ακαμψίες της εγχώριας αγοράς και στις ποικίλες στρεβλώσεις του υγιούς ανταγωνισμού, κατάφερναν να παράγουν και να «μοσχοπουλούν» στην εσωτερική αγορά προϊόντα ελάχιστα ελκυστικά σε όρους παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Παράλληλα, ως εθνική οικονομία στηριγμένη στα δανεικά αποκτήσαμε τη «συνήθεια» να εισάγουμε τα πάντα, χωρίς να παράγουμε σχεδόν τίποτα.
Οι εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας μας όμως, από εδώ και κάτω, έχουν τεράστια σημασία και ειδικά στην προσπάθεια εξόδου της οικονομίας μας από την ύφεση. Και για να επιτύχουμε ελκυστικές εθνικές παραγωγές, διακλαδικά, θα πρέπει να βελτιώσουμε δραστικά τη σχέση ποιότητάς τους προς την τιμή τους.
Η μονοδιάστατη συμπίεση του κόστους παραγωγής, δε, που θα επέτρεπε τη μείωση της τιμής τους, είναι λάθος να γίνεται αντιληπτή ως ο «μονόδρομος της διάσωσης». Αντίθετα, η διάσταση της ποιότητας είναι αυτή που πρέπει να συγκεντρώσει, πλέον, το κύριο ενδιαφέρον μας. Και ποιότητα είναι αυτό που κρίνει ο διεθνής πελάτης ως ποιότητα: αυτό που του δίνει χρησιμότητα και ικανοποίηση.
Και σε τελική ανάλυση, το κρίσιμο ζητούμενο για την οικονομία μας δεν έγκειται στο να πλησιάσουμε τις «τιμές του Κινέζου» (άρα και τις αμοιβές του), αλλά την «ποιότητα του Ευρωπαίου».
4. Ενίσχυση της προσαρμοστικότητας των επιχειρήσεών μας και συνεχής εκσυγχρονισμός
Ωστόσο, αυτή η διακαώς επιζητούμενη ενίσχυση της ελκυστικότητας της εθνικής μας παραγωγής δεν πρόκειται «πέσει από τον ουρανό»: δεν είναι ζήτημα απλής «φιλοτιμίας» ή άσκηση στιγμιαίου «ηρωισμού».
Απαιτεί δραστική στρατηγική ανανέωση, συστηματική τεχνολογική αναβάθμιση και ταχύ διαχειριστικό εκσυγχρονισμό στο εσωτερικό των επιχειρήσεών μας. Και αυτοί οι στόχοι αποτελούν, κατά την άποψή μου, την κεντρική πρόκληση, σχεδόν για το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, σήμερα.
Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να βγουν από την παρούσα κρίση οφείλουν, σήμερα, να επιταχύνουν τις εσωτερικές προσπάθειες συνολικής ανατοποθέτησης και αναβάθμισης της δράσης τους ενώ, παράλληλα, η «αναγέννησή» τους θα πρέπει να επιδιωχθεί και να επιτελεστεί, συγχρόνως, τόσο σε στρατηγικό όσο και σε τεχνολογικό και διοικητικό επίπεδο.
Όσο δύσκολα κι αν φαίνονται τα παραπάνω μέσα σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και τεράστιας έλλειψης ρευστότητας, η προσπάθεια καθίσταται, πλέον, απολύτως καθοριστική για το μέλλον.
5. Αφομοίωση νέας τεχνολογίας, απελευθέρωση του καινοτομικού δυναμικού και της δημιουργικότητάς μας
Το εθνικό παραγωγικό μας σύστημα, στην πραγματικότητα, είναι ένα σύστημα που υστερεί σημαντικά και σε πολλές «άυλες» διαστάσεις, έναντι των αντιστοίχων των Ευρωπαίων εταίρων μας. Οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε και να επιδιώξουμε το γρήγορο κλείσιμο αυτής της ψαλίδας.
Στην πραγματικότητα, η νέα τεχνολογία, ενώ υιοθετείται στην κοινωνία μας ταχύτατα σε καταναλωτικές χρήσεις, βρίσκει πολύ συχνά ισχυρά εμπόδια στην αποτελεσματική και ολοκληρωμένη αφομοίωσή της από την «τυπική» ελληνική επιχείρηση. Παρομοίως, η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, εκ παραδόσεως, δείχνουν να έχουν μεγάλη δυσκολία στο να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα στο εσωτερικό τους, ένα οργανωσιακό κλίμα το οποίο να αφήνει χώρο για δημιουργικό πειραματισμό, για καινοτομικές πρωτοβουλίες και για αποτελεσματική και ανοικτόμυαλη διαχείριση της αλλαγής. Όλες, όμως, οι παραπάνω διαστάσεις αποτελούν και το καθοριστικότερο ίσως στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν οι επιχειρηματίες και τα στελέχη στην Ελλάδα του σήμερα και του αύριο.
Συνολικότερα, ο κόσμος της παραγωγής μας πρέπει να βρει το «πώς» θα χτίσει και θα αναπτύξει μια νέα γενιά εξωστρεφών, «έξυπνων» και ευέλικτων επιχειρήσεων πάνω στα συντρίμμια μιας κορεσμένης, καθησυχασμένης, εσωστρεφούς και οπισθοδρομικής επιχειρηματικότητας που πνέει τα λοίσθια. Τελειώνει μα και παρέχει με την απόσυρσή της, ευτυχώς, τον ζωτικό χώρο για την ανάδυση του νέου.
6. Διάχυση νέας γνώσης
Η αναζητούμενη οικοδόμηση μιας νέας λογικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα περνά, κατ’ ανάγκη, μέσα από την παροχή και καλλιέργεια της γνώσης. Η άρθρωση της προσαρμοστικής επιχειρηματικότητας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης απαιτεί, πέρα από το θάρρος και τη διάθεση ανάληψης ρίσκου, ανοικτό πνεύμα και κριτική ικανότητα από όλους, επιχειρηματίες και εργαζομένους, και, φυσικά, εδώ αναδύεται ο ρόλος της παιδείας μας, ο οποίος καθίσταται, πλέον, κρίσιμης σημασίας.
Με μια παιδεία, σε όλες τις βαθμίδες της, εσωστρεφή και άτονη, συντηρητική και παραδοσιόπληκτη, στηριγμένη στην ανακύκλωση ξεθυμασμένων κοινοτοπιών και εχθρική στην αναζήτηση, την έρευνα και τη δημιουργικότητα, δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο που έχουμε περιπέσει ως κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.
Σε αυτές τις έξι διαστάσεις βρίσκονται τα «κλειδιά» προς μια νέα τροχιά ανάπτυξης.
Και σε όλα τα παραπάνω, συγχρόνως, είναι που πρέπει να χτίσουμε τώρα, δυναμικά και με ανατρεπτικό πνεύμα, τα νέα ισχυρά και μακρόπνοα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας του αύριο.”…
(*) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΓΩΓΗ – ΧΡΗΜΑ PLUS, στις 3/5/2013
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει