Η οικονομική πολιτική ως συγκρουσιακή στρατηγική στα πλαίσια του πολιτικο-οικονομικού κύκλου
“Στο βάθος, λοιπόν, πάντοτε η άρθρωση οικονομικής πολιτικής είναι γέννημα μιας συγκρουσιακής στρατηγικής διαδικασίας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό παρόμοιας με αυτήν που περιγράφουμε αναλυτικά στο πλαίσιο αυτού του βιβλίου. Εστιάζοντας στον χώρο των επιχειρήσεων.
Έχει όραμα, έχει στόχους, έχει φορείς, έχει εξωτερικό περιβάλλον. Έχει συγκρουόμενες εναλλακτικές και έχει και «πελάτες»- τους πολίτες που την επικυρώνουν, ή όχι, εκλογικά…
Σε αυτήν την ερμηνευτική λογική κινείται και το γνωστό υπόδειγμα του πολιτικο-οικονομικού κύκλου του B.S.Frey. Το όποιο θεωρούμε πολύ χρήσιμο στην προσπάθεια να κατανοήσουμε καλύτερα την άρθρωση οικονομικής πολιτικής ως συγκρουσιακή στρατηγική διαδικασία. Το συγκεκριμένο πολιτικο-οικονομικό μοντέλο ανάλυσης μελετά την αμοιβαία αλληλεπίδραση του οικονομικού και πολιτικού τομέα της κοινωνίας. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στη σχέση καταναλωτή-ψηφοφόρου και κυβερνήσεως.
Η βασική σύλληψη του υποδείγματος αναγνωρίζει 2 παράγοντες δράσης. Ψηφοφόρους και Κυβέρνηση. Και 2 κύκλους δράσης. Οικονομικό και Πολιτικό. Στηρίζεται, συγχρόνως, σε δύο διακριτούς μηχανισμούς:
•Οι ψηφοφόροι αξιολογούν την απόδοση της κυβέρνησης
• Η κυβέρνηση αναζητά τρόπους να διαχειριστεί την οικονομία για να παραμείνει στην εξουσία και να μεγιστοποιήσει την χρησιμότητά της.
Έτσι, η επιρροή της οικονομίας πάνω στους πολιτικούς θεσμούς εκφράζεται από μια συνάρτηση αξιολόγησης. Ενώ η επιρροή της πολιτείας πάνω στους οικονομικούς θεσμούς από μια συνάρτηση πολιτικής. Αναλύοντας τα κύρια δομικά συστατικά του υποδείγματος του Frey, διακρίνουμε τέσσερα κύρια δομικά στοιχεία:
i. Ψηφοφόροι: Θεωρούμε ότι είναι «λογικοί», συνεκτιμούν το κυβερνητικό παρελθόν και την αναμενόμενη κυβερνητική απόδοση με γνώμονα την κατάσταση της οικονομίας. Φυσικά, υπάρχουν ευρέως αποκλίνουσες απόψεις σχετικά με το πόσο γρήγορα οι ψηφοφόροι προεξοφλούν την κυβερνητική απόδοση με βάση το παρελθόν και το κατά πόσο αυτοί «θυμούνται»…
ii. Κυβέρνηση: θεωρούμε ότι λειτουργεί ως σύνολο και λογικά… Μεγιστοποιεί την χρησιμότητά της μέσα από την ταύτιση με τους ιδεολογικούς στόχους της και υπό περιορισμούς. Περιορισμούς ιδεολογικούς, διαχειριστικούς και οικονομικούς…
iii. Πολιτικός τομέας: Κυρίως αναφερόμαστε, εδώ, σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες και διερευνούμε το αμφίδρομο ερώτημα. Ερώτημα για το αν «η οικονομία οδηγείται από τις εκλογές ή οι εκλογές καθορίζονται από την πορεία της οικονομίας;»..
iv. Οικονομικός τομέας: Πολλά υποδείγματα καλύπτουν συγκεκριμένο μέρος της οικονομίας. Και κυρίως τον πληθωρισμό και την ανεργία. Αλλά ελάχιστα αποτυπώνουν την διασύνδεση της εξέλιξης της οικονομίας με την πολιτική διαδικασία…
Σε αυτόν τον θεωρητικό προσανατολισμό μπορούμε να κατανοήσουμε με μεγαλύτερη καθαρότητα, εκτιμούμε, την οικονομική πολιτική ως στρατηγική- πολιτική διαδικασία.
Σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο γίνεται ευκολότερα σαφές πως η κρατική πολιτική, γενικά -και ειδικότερα, η οικονομική πολιτική ως κεντρικό της συστατικό- είναι πάντοτε γέννημα πολιτικών διαδικασιών. Δεν υπάρχει «αντικειμενικά άριστη» πολιτική, ανεξάρτητα από το ειδικό της κοινωνικό-οικονομικό της περιεχόμενο, το ιδιαίτερο χωρο-χρονικό πλαίσιο και την συγκεκριμένη ιδεολογικό-πολιτική της στόχευση.
Παρότι ως βασικός σκοπός της οικονομικής πολιτικής συχνά παρουσιάζεται η, δήθεν, ουδέτερη επιδίωξη του «δημοσίου συμφέροντος» ή της «κοινής ευημερίας», οφείλουμε να κατανοούμε πως πάντοτε, κάθε κρατική/ οικονομική πολιτική έχει το δικό της ιδιαίτερο πολιτικό- συγκρουσιακό περιεχόμενο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η οικονομική πολιτική μπορεί να «απομυθοποιηθεί» στα μάτια ενός μεγάλου αριθμού πολιτών: Η οικονομική πολιτική δεν είναι «αξίωμα», δεν είναι «λύση παντός καιρού», είναι πάντοτε «προσγειωμένη» στρατηγική με σαφή όρια και περιορισμούς…
Το κρισιμότερο ερώτημα στην άρθρωση της οικονομικής πολιτικής είναι πάντοτε το αμιγώς στρατηγικό-πολιτικό διακύβευμα: «Ποια εναλλακτική πολιτική θα ακολουθήσω, στις συγκεκριμένες πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες και με ποια πολιτικά οφέλη;».
Και εδώ, στην άρθρωση οικονομικής πολιτικής ο φορέας σχεδιασμού και δράσης, οφείλει να μελετήσει την εξέλιξη του εξωτερικού περιβάλλοντος που τον αφορά (κοινωνικοοικονομικό σύστημα) αλλά και του εσωτερικού περιβάλλοντος που διαθέτει (κυβερνητικό-κρατικό σύστημα), βάζοντας στην ζυγαριά τις «εν δυνάμει» ευκαιρίες και τις απειλές, που γεννά η αλλαγή του συνολικού εξωτερικού, εθνικού, διεθνούς και παγκόσμιου περιβάλλοντος του, και προσπαθώντας να αξιοποιήσει τα συγκριτικά δυνατά του σημεία και να προφυλάξει τα συγκριτικώς αδύνατα.
Έτσι, η κεντρική πολιτική που επιλέγεται σε συνολικούς στρατηγικούς όρους αποτελεί πάντοτε «σύνθεση αντιθέτων» και, με αυτόν τον τρόπο, δίνει την βάση της συνολικής κυβερνητικής πολιτικής και η οποία εξειδικεύεται, στην συνέχεια, σε επιμέρους πολιτικές…“
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει