Η αισχροκέρδεια , Οι μισθοί και ο … Άνταμ Σμιθ
“ Για τον Adam Smith, η αγορά ήταν το κέντρο ρύθμισης και ανάπτυξης της οικονομίας. Οι νόμοι με τους οποίους θα έπρεπε να λειτουργεί ήταν σχετικά απλοί και σαφείς. Στη βάση της λειτουργίας της πρέπει να υπάρχει πάντα και να γίνεται σεβαστό το κίνητρο του ατομικού οφέλους κάθε ανθρώπου, παραγωγού ή καταναλωτή, πωλητή ή αγοραστή.
Καθένας εξ αυτών επιδιώκει, αντίστοιχα, την αύξηση του εισοδήματος, της ωφελιμότητας και της ικανοποίησης που αυτό του δίνει βελτιώνοντας έτσι την κατάστασή του: Καθένας μπορεί και πρέπει να λειτουργεί για το ατομικό συμφέρον του χωρίς αναστολές και εμπόδια, στον βαθμό που δεν εμποδίζει τους άλλους στην άσκηση των δικαιωμάτων τους.
Σημειώνει, μάλιστα, συγκεκριμένα: «Δεν περιμένουμε το δείπνο μας από την αγαθή προαίρεση του χασάπη, του ζυθοποιού ή του φούρναρη, αλλά από το ενδιαφέρον τους για το δικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε, όχι στην ανθρωπιά τους, αλλά στην αγάπη τους για τον εαυτό τους, και ποτέ δεν τους μιλάμε για τις δικές μας ανάγκες, αλλά για τα δικά τους οφέλη» (Smith [1776] 1937, 51).
Παράλληλα, αναγνωρίζει πως δεν υπάρχει κανένα άλλο κίνητρο πίσω από την παραγωγή και το εμπόριο των προϊόντων παρά μόνον η κατανάλωση – και αυτό και για τους αγοραστές και για τους πωλητές, ο οποίοι στη συνέχεια αναγκαστικά θα γίνουν κι αυτοί αγοραστές για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Σημειώνει μάλιστα ευθέως πως «η κατανάλωση είναι το μόνο τέλος και ο μόνος σκοπός όλης της παραγωγής· και το συμφέρον του παραγωγού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την προαγωγή εκείνου του καταναλωτή» (Smith [1776] 1937, 329).
Συγχρόνως, όμως, λειτουργεί και μια ακόμα σπουδαία και αναντικατάστατη δύναμη που δημιουργεί ευταξία και αποτελεσματικότητα στο σύστημα της αγοράς: ο ανταγωνισμός.
Τι είναι αυτό που απαγορεύει άραγε τον χασάπη να πουλήσει το κρέας του σε πανάκριβες τιμές και σε χαμηλή ποιότητα ή τον φούρναρη να χρεώσει τη φρατζόλα του με καταχρηστικά υψηλό αντίτιμο;
Ο αλτρουισμός τους ή η νομιμοφροσύνη και ο φόβος της τιμωρίας, όπως ίσως θα επέβαλλε κάποια φεουδαρχική διαταγή του παρελθόντος;
Τίποτα απ’ αυτά λέει ο Smith, τελικώς.
Είναι απλώς το ατομικό συμφέρον τους που τους επιβάλλει να πουλούν τα προϊόντα τους σε καλές τιμές και μακριά από κάθε ακραία κερδοσκοπία, αν φυσικά δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκλείσουν την αγορά από τον ανταγωνισμό και να μονοπωλήσουν.
Αν αποφάσιζαν να εκβιάσουν την αγορά ζητώντας ακραία υψηλές τιμές για τα προϊόντα τους, μέσα σε συνθήκες ανταγωνισμού και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να μονοπωλήσουν, τότε απλούστατα, ο πελάτης τους θα πήγαινε «δίπλα»: Αν είχαν τη δυνατότητα να μονοπωλήσουν, τότε θα μπορούσαν φυσικά να αισχροκερδήσουν, αλλά ευτυχώς υπάρχει το «δίπλα»…
Και τι σημαίνει, απλά, αυτό το «δίπλα»;
Το «δίπλα» σημαίνει, απλώς, την ύπαρξη του ανταγωνισμού, τα καταστήματα των άλλων παραγωγών και πωλητών των αντίστοιχων προϊόντων, οι οποίοι, διατηρώντας τις τιμές τους λογικές, θα κέρδιζαν ελεύθερα την προτίμηση και το πορτοφόλι του πελάτη. Έτσι, οι ακραία κερδοσκόποι θα έμεναν χωρίς πελάτες και εισοδήματα και χωρίς τη δυνατότητα να καλύψουν στη συνέχεια τις ανάγκες τους και αυτοί ως αγοραστές προϊόντων.
Παρόμοια, φυσικά, λειτουργεί ο ανταγωνισμός στα μάτια του Smith στην αγορά όχι μόνον των τελικών αγαθών αλλά και σε αυτές των παραγωγικών συντελεστών: Αν ο μισθός που δίνει ο εργοδότης σου είναι υπερβολικά χαμηλός, αλλάζεις εργοδότη και αν το νοίκι που σου ζητά ο γαιοκτήμονας για τη γη που καλλιεργείς είναι καταχρηστικά μεγάλο, μισθώνεις γη από τον διπλανό κτηματία.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, όπως ακριβώς η αγορά τελικών αγαθών ρυθμίζει τις τιμές και τις ποσότητες ισορροπίας, έτσι καθορίζει και τα εισοδήματα και των συντελεστών που συνεργάζονται για την παραγωγή αυτών των αγαθών. Αν σε έναν κλάδο παραγωγής τα κέρδη εμφανίζονται περιστασιακά ιδιαίτερα υψηλά, τότε θα υπάρξει συρροή σε αυτό τον τομέα από επιχειρηματίες άλλων τομέων που θα σπεύσουν να επωφεληθούν. Αυτό όμως θα αυξήσει την παραγωγή και την προσφορά στον συγκεκριμένο κλάδο, τα κέρδη έτσι θα ξαναπροσγειωθούν και, πλέον, δεν θα υπάρχει κανένα κίνητρο για την είσοδο νέων επιχειρηματιών σε αυτόν.
Το ίδιο και αν σε κάποιους κλάδους δραστηριότητας οι μισθοί της εργασίας φαίνονται περιστασιακά σημαντικά αυξημένοι – αυτό θα ελκύσει προς αυτούς εργαζόμενους από άλλους κλάδους έως το σημείο που η αυξανόμενη προσφορά εργασίας θα ξαναρίξει τους μισθούς σε «φυσιολογικά επίπεδα».
Φυσικά, ό,τι συμβαίνει σε περιπτώσεις αυξήσεις τιμών το ίδιο συμβαίνει και στις περιπτώσεις περιστασιακής μείωσής τους:
Οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης αναπροσαρμοζόμενες οδηγούν στην αυτορρυθμιζόμενη εξομάλυνση κάθε αγοράς και την αυτοθεραπεία των υπερβολών.
Στην πράξη, θα μπορούσαμε να πούμε πως, παρότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και σηματοδότηση στους δρόμους της εποχής του Smith, οι τιμές κατ’ αυτόν λειτουργούν ως «φωτεινοί σηματοδότες» που καθορίζουν και την «κυκλοφορία» των κατόχων και των παραγωγικών συντελεστών, οδηγώντας τους στις πιο επωφελείς χρήσεις.
Όταν οι τιμές αυξάνονται σε έναν κλάδο, είναι σαν να ανάβει ένα «πράσινο φως» που προσκαλεί νέους παραγωγούς σε αυτόν, ενώ όταν οι τιμές πέφτουν είναι σαν να ανάβει ένα «κόκκινο φως» που αποθαρρύνει νέους παραγωγούς να εισέλθουν σε αυτόν, καθώς εκλείπει κάθε κίνητρο κερδοσκοπίας.
Στην πράξη, λοιπόν, δεν είναι κάποια κεντρική εντολή, δεν είναι κάποια βασιλική οδηγία αυτή που οδηγεί σε μία βέλτιστη ισορροπία την αγορά και η οποία καταφέρνει να καλύπτει αμφίπλευρα και με τον ικανοποιητικότερο δυνατό τρόπο τα δύο μέρη της συναλλαγής, αλλά ο μεταξύ τους ελεύθερος ανταγωνισμός. Όλοι αναζητούν ακατάπαυστα την αύξηση του ατομικού τους συμφέροντος μέσα από κάθε συναλλαγή, αλλά αυτό οδηγεί στην παραγωγή, στη διανομή και στη χρήση όλων εκείνων των αγαθών που επιθυμεί η κοινωνία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Κατά έναν «μυστηριώδη τρόπο», λοιπόν, σαν να λειτουργεί ένα «αόρατο χέρι» που δίνει κάθε στιγμή τη βέλτιστη λύση, υπό την προϋπόθεση φυσικά του ελεύθερου ανταγωνισμού: «Καθώς κάθε άτομο… ούτε επιδιώκει να προάγει το δημόσιο συμφέρον, ούτε γνωρίζει σε ποιο βαθμό το προάγει… επιδιώκει μόνο τη δική του ασφάλεια· και κατευθύνοντας αυτή τη βιομηχανία με τέτοιον τρόπο ώστε το προϊόν της να έχει ενδεχομένως τη μέγιστη δυνατή αξία, επιδιώκει μόνο το δικό του κέρδος και οδηγείται και σε αυτήν, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, από ένα αόρατο χέρι στην προαγωγή ενός σκοπού που δεν αποτελούσε μέρος των προθέσεών του»… ”
“ Από το καινούργιο μου βιβλίο , “Σταυροδρόμια της Κοινωνικοοικονομικής Σκέψης” που βρίσκεται ήδη στο εκδοτικό … “μαιευτήριο” ”