Στο βιβλίο με τα ακαδημαϊκά απομνημονεύματά του («Ο Επίμονος Ιστορικός», Εκδ Παπαδόπουλος), ο Richard Clogg αναφέρει αυτό εδώ το βιβλίο – τα απομνημονεύματα της πρώτης συζύγου του Ανδρέα Παπανδρέου, της Χριστίνας Ρασσιά. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λίγο διαφορετικές εκδοχές / αστικοί μύθοι για το βιβλίο.
Η πρώτη είναι ότι ο Παπανδρέου πλήρωσε την Ρασσιά 90.000 δολλάρια για να αποσύρει το βιβλίο. Η δεύτερη ότι ο Παπανδρέου έβαλε τον Κοσκωτά να αγοράσει όλα τα αντίτυπα του βιβλίου. Η τρίτη (που αναφέρεται στην εισαγωγή αυτής της έκδοσης) ότι ο Κοσκωτάς «είχε αγοράσει με τα κλοπιμαία της Τράπεζας Κρήτης τα χειρόγραφα και τα εκδοτικά δικαιώματα αυτού του βιβλίου, προκειμένου να μη δει ποτέ το φως της δημοσιότητας, όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο ίδιος ο Κοσκωτάς» (σελ 5).
Όπως αναφέρει και ο Clogg, το βιβλίο ειναι απολύτως δυσεύρετο. Για την ακρίβεια, με εξαίρεση τις αναφορές στο βιβλίο, στο ίντερνετ υπάρχουν ελάχιστες αναφορές ή πληροφορίες για τη Χριστίνα Ρασσιά και τα όσα ακριβώς έγιναν. Βρήκα ένα αντίτυπο του βιβλίου για 40 ευρώ και το αγόρασα. Πέραν του ενδιαφέροντος απ’την οπτική γωνιά της πολιτικής επιστήμης, έχω ένα «κουμπί» ως πολίτης, και αυτό είναι ότι όταν κάποιος τόσο ισχυρός προσπαθεί τόσο επίμονα (όχι μέσω της δικαστικής οδού, αλλά με άλλους τρόπους) να κρύψει ή να θάψει κάτι τέτοιο, ένα βιβλίο, τότε θεωρώ αυτομάτως ότι αυτό είναι θέμα δημοσίου συμφέροντος και ότι η φωνή του συγγραφέα και η πρόσβαση του πολίτη είναι σημαντικά πράγματα, ασχέτως της αξίας ή της αλήθειας που έχει ή δεν έχει το βιβλίο. Αν δε το δούμε με έμφυλο πρίσμα, αυτό το κάνει ακόμα πιο σημαντικό.
Το βιβλίο διαβάζεται μονορούφι. Το πρώτο μέρος, στο οποίο η Ρασσιά περιγράφει το πώς μεγάλωσε στη Νέα Αγγλία, είναι κυριολεκτικά σαν να βλέπεις ασπρόμαυρη ταινία της εποχής. Το δεύτερο μέρος, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται και στην εμπειρία της ως βοηθός στο εργαστήριο του Γεώργιου Παπανικολάου (το επιστημονικό έργο και συνεισφορά του οποίου δεν αμφισβητεί) περιλαμβάνει σοβαρούς χαρακτηρισμούς και περιστατικά για τον χαρακτήρα του Παπανικολάου, που πιστεύω ότι αν γινόντουσαν ευρύτερα γνωστοί θα οδηγούσαν σε μία αναθεώρηση της προσωπικότητάς του και που, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, εγείρει το ερώτημα του αν το έργο είναι διακριτό από τα πιστεύω ή τον χαρακτήρα κάποιου (προσωπικά θεωρώ ότι είναι, και αν μάλιστα μια εκτεταμένη παγκόσμια συζήτηση για τις προκαταλήψεις του Παπανικολάου μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά π.χ. την δημόσια στάση απέναντι στο τεστ, τότε ίσως το κόστος για το δημόσιο συμφέρον να ήταν μεγαλύτερο από το κέρδος της ιστορικής ακρίβειας.
Η αφήγηση σχετικά με τη σχέση της με τον Ανδρέα είναι εντυπωσιακά λεπτομερής, ειλικρινής, ισορροπημένη (με την έννοια ότι από την αρχή η Ρασσιά επικεντρώνει στις δικές της αδυναμίες, νευρώσεις και κακές συμπεριφορές ακόμη περισσότερο και από αυτές του Ανδρέα, και είναι πάντα ξεκάθαρο ότι – όπως αναφέρει και στο βιβλίο – η συμπεριφορά του ενός προκαλούσε τη συμπεριφορά του άλλου) αλλά ταυτόχρονα πολλές φορές όντως ξεπερνάει τα εσκαμμένα ως προς τις ιδιωτικές λεπτομέρειες που περιγράφει για αυτόν. Σε κάνει, δηλ., να νιώθεις σαν να βλέπεις όχι μέσα απ’την κλειδαρότρυπα αλλά μέσα από ανοιχτή πόρτα. Βέβαια όλο αυτό η Ρασσιά – που ήταν ψυχίατρος και ασχολήθηκε εκτεταμένα με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα – το τοποθετεί σε ένα πλαίσιο απελευθέρωσης και συμφιλίωσης με την σεξουαλικότητα του εαυτού και του άλλου, και άρα για να φτάσει στην δική της αυτογνωσία και αξιολόγηση του γάμου της ίσως «αναγκαστικά» περνάει μέσα από το ερωτικό κομμάτι.
Προσωπικά, σε αντίθεση με πολλούς φίλους, γνωστούς, συναδέλφους και συμπολίτες, έχω απολύτως ουδέτερη και αποστασιοποιημένη στάση ως προς τον Ανδρέα Παπανδρέου – με την πρωθυπουργία του οποίου μεγάλωσα – δηλ δεν τον θεωρώ ούτε αντίχριστο και υπεύθυνο για όλα τα δεινά της χώρας, ούτε σωτήρα. Ταυτόχρονα με ενοχλεί φοβερά η αντιμετώπιση του ως τοτέμ – και, όπως τώρα διαβάζουμε αφηγήματα για την προσωπική ζωή του Καποδίστρια ή του Βενιζέλου και καλά κάνουμε, έτσι θεωρώ ότι κάποια στιγμή πρέπει να μπορούμε ως κοινωνία να αναλύσουμε επιστημονικά τους σύγχρονους ηγέτες. Και πάλι όμως, το βιβλίο είναι προσβλητικά «αδιάκριτο» – θα μπορούσε να λέει κάποια πράγματα με διαφορετικό τρόπο.
Και κάτι τελευταίο. Γενικώς εδώ και καιρό δεν γελάω ιδιαιτέρως, αλλά αυτό το απόσπασμα έκανε τον καφέ να μου φύγει απ’τη μύτη:
(Η Ρασσιά έχει συναντήσει την Κυβέλη στη Νέα Υόρκη. Η Κυβέλη είναι η δεύτερη σύζυγος του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος άφησε την μητέρα του Ανδρέα, Σοφία Μινέϊκο, για χάρη της. Η Κυβέλη έχει πάει στη Νέα Υόρκη για να βρει σχολείο για τον γιο της, τον μικρότερο και ετεροθαλή αδερφό του Ανδρέα, τον Γιώργο, που αν δεν με απατά η μνήμη μου μετέπειτα εμφανίστηκε στο κανάλι και στο κόμμα του Βασίλη Λεβέντη)
«Μια μέρα με στρίμωξε και με περιέλουσε για τον τρόπο που συμπεριφέρομαι στη Σοφία (Μινέϊκο). Μου είπε πως ήταν απαίσιο εκ μέρους μου να επιτρέψω στον Ανδρέα να έλθει στη Νέα Υόρκη χωρίς τη ‘μητερούλα’ του. […]
Και ανέβασε τον τόνο: ‘Ποιά νομίζεις πως είσαι;’ με ρώτησε. ‘Μήπως νομίζεις ότι εισαι παντρεμένη με τον γιο ενός καροτσιέρη; Είσαι παντρεμένη με έναν Παναδρέου! Κοίταξε με! Παράτησα την επίζηλη θέση της πρώτης κυρίας του ελληνικού θεάτρου για να παντρευτώ έναν Παπανδρέου. Κοίταξε το πρόσωπο μου! Μπορώ να επιστρέψω στη σκηνή όποτε θέλω, αλλά βάζω τον Παπανδρέου πάνω από κάθε προσωπική μου επιθυμία, πάνω απ’όλα!.
Στην πραγματικότητα το πρόσωπο της Κυβέλης εκείνη την εποχή έμοιαζε σαν να είχαν ρίξει πάνω του μια κονσέρβα λυωμένο λίπος με κόκκινη μπογιά από τις ρίζες των βαμμένων με χέννα μαλλιών της και σαν να είχε πέσει από εκεί αυτό το μίγμα στο πρόσωπο της και να είχε στερεοποιηθεί εκεί.
Ήθελα να της πω: ”Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι, τρελλή γριά σκύλα; Μπήκες στη ζωή εκείνης της φτωχής γυναίκας σαν μπουλντόζα και τώρα τολμάς να μου υποδεικνύεις πώς να φέρομαι;” Αλλά φυσικά δεν είπα τίποτα». (σελ. 141)