Η ανάσα της γίνονταν όλο και πιο αργή, όλο και πιο δύσκολο ήταν το να τραβήξει αέρα στα ασθενή πνευμόνια της.
Γύριζε το κεφάλι της μήπως και βρει μια θέση που να την βοηθά.
Ένιωθε το σώμα της να μην οξυγονώνεται και την καρδιά της να χτυπά κάθε λεπτό με πιο αργούς ρυθμούς. Δίπλα της καθόταν η μητέρα της, ένας παλιός της έρωτας, η εγγονή της και μια σκιά που δεν μπορούσε να δει καλά. Είχε εξασθενήσει και η όρασή της.
Κάθε ακτίνα φωτός που περνούσε από τις σχισμές των ματιών της έμοιαζαν με βάσανο, την τυραννούσε αυτή η έντονη φωτεινότητα που έμοιαζε να φτάνει από μακριά.
Τους άκουγε να συζητούν και να φωνάζουν το όνομά της.
Πώς ήταν δυνατόν; Ξαφνικά, απροσδόκητα, ο φόβος έκανε την ανάσα της πιο κοφτή, η αγωνία της κορυφώθηκε και ένιωσε να την διαπερνά ένα έντονο συναίσθημα ταραχής. Η μητέρα της είχε φύγει προ πολλού, και πρόσφατα είχε διαβάσει το όνομα του έρωτά της σε κηδειόχαρτο της σε κολώνα της γειτονιάς. Είχε παραισθήσεις; Αυτό ήταν…
Είδε τη σκιά να σηκώνεται και να την πλησιάζει. Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Τα βήματα ηχούσαν βαριά αν και έμοιαζε να μην έχει πόδια. Η καρδιά της βούλιαζε και το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει. Όχι, δεν ήταν ακόμη η ώρα… Δεν είπε στα παιδιά της «σ’ αγαπώ»… Δεν έδωσε ευχή στην εγγονή της…
Δεν πρόλαβε να πει «σε συγχωρώ» στον αδερφό της, που είχαν να μιλήσουν πέντε χρόνια.
Άκουγε τον εαυτό της, έναν ρόγχο αγωνιώδους προσπάθειας για αναπνοή, μια άγονη προσπάθεια να ξεφύγει από τη σκιά που έρχονταν όλο και πιο κοντά της και κάλυπτε τα μάτια της. Ένιωσε το χέρι της εγγονής της στο δικό της. Έκανε να της μιλήσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να βγάζει έναν ρόγχο ακόμη. Το βλέμμα της μετά βίας μπόρεσε να το εστιάσει στα μάτια της εγγονής της. Μόνο της έσφιξε την παλάμη… «Γιαγιά, μη φύγεις…», άκουσε την εγγονή της να λέει.
Την έπιασε το παράπονο και τα κλάματα… Αυτό δυσκόλεψε παραπάνω την ανάσα της. Είδε τη μητέρα της να της χαϊδεύει το μέτωπο. «Όλα θα πάνε καλά. Ξέρουν ότι τους αγαπάς. Μη φοβάσαι. Έλα μαζί μου»…
Της είχε λείψει η μάνα της και ένιωθε να μην μπορεί να ξεφύγει από την σκιά. Όμως, έσφιγγε την παλάμη στο χέρι της, σαν να κρατιόταν από κάτι που είχε ζωή. Δεν ήθελε. Όχι ακόμη… Δεν ήθελε να φύγει. «Δε θέλω, δεν μπορώ», φώναξε, και ένιωσε ένα φιλί στο μάγουλό της και τα δάκρυά της μπλέχτηκαν με αυτά της εγγονής της που την καθησύχαζε και της μιλούσε. Τα λόγια αυτά δεν έφταναν πια στα αυτιά της. Η σκιά επικράτησε σε κάθε της αίσθηση.
Σταμάτησε να ακούει την ανάσα της.
Σταμάτησε να νιώθει την καρδιά της.
Αφέθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της και έγιναν μαζί ένα με τη σκιά.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει