Ένα από τα εξαίρετα φθινοπωρινά πρωινά, όταν ο καιρός είχε αρχίσει να κρυώνει και χρειαζόταν κανείς έστω μια ζακέτα και καλό πρωινό για να αντέξει. Ο δρόμος μου με πήγε από τη Δημητρίου Γούναρη που καταλήγει στην περίφημη πλατεία Ναυαρίνου.
Ο πεζόδρομος ήταν υπερβολικά άδειος και αδιάφορος, ειδικά σε σύγκριση με τις νυχτερινές ώρες κατά τη διάρκεια των οποίων η εικόνα κάθε άλλο πάρα άδεια και αδιάφορη μπορεί να χαρακτηριστεί.
Τα περισσότερα μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει ακόμη, εκτός από τα καφέ, τα τυροπιτάδικα και τους φούρνους. Το καθένα ανέδιδε τη δική του όμορφη οσμή, όλα όμως είχαν και μια δόση από την αξεπέραστη και πολυαγαπημένη μυρωδιά από κουλούρι. Άλλοι μαγαζάτορες το πουλούσαν κι άλλοι απλά το έτρωγαν για να πάρουν δυνάμεις για τις ώρες αιχμής που θα ακολουθούσαν. Έτσι κι εγώ, αφού σταμάτησα για λίγο σε αρκετές βιτρίνες βιβλιοπωλείων της οδού, πήγα να πάρω καφέ και κουλούρι.
Περίμενα τρία λεπτά για να έρθει η σειρά μου να παραγγείλω μιας και αρκετοί άνθρωποι ήταν στην ουρά. Παρατηρούσα τον τρόπο με τον οποίο στέκονταν ο καθένας, γιατί πάντα είχα την αίσθηση ότι τις πολύ πρωινές ώρες, πριν ξυπνήσει ολοκληρωτικά ο οργανισμός, όλοι είμαστε πιο ξεκούρδιστοι απ’ ότι συνήθως. Όντως τα σποραδικά χασμουρητά και ο τρόπος που έγερναν τα σώματα κάποιων από αυτούς επιβεβαίωναν τη σκέψη μου… Όμως, μόνο όταν συνειδητοποίησα πόσο ‘lame’ ήταν αυτό που σκεφτόμουν κατάλαβα ότι κι ο δικός μου οργανισμός ήταν ακόμη σε ελαφρά ύπνωση.
Πάνω που ετοιμάστηκε η παραγγελία μου και ήμουν στην δυσάρεστη εκείνη θέση που ανοίγει κανείς το πορτοφόλι για να πληρώσει και φαίνονται τα ψιλά από τη θήκη τους, εμφανίζεται μια γυναίκα, 60άρα. Τα μαλλιά της ήταν γκρίζα, όμορφα πιασμένα σε κότσο, με ένα λουλούδι στο τσιμπιδάκι της το οποίο δε φαίνονταν να κάνει τη δουλειά του, αφού γύρω από το πρόσωπό της πετάγονταν αφέλειες που την αγρίευαν λίγο, παρά την προσεγμένη κατά τα άλλα όψη της.
Κάνοντας πως ψάχνει την φλοράλ τσάντα της, κοίταξε τα ψιλά στο πορτοφόλι μου και ρώτησε: «Κορίτσι, μήπως έχεις πενήντα λεπτά; Δεν έχω ψιλά για το λεωφορείο». Βρέθηκα, φυσικά, σε δύσκολη θέση και της είπα: «Δυστυχώς έχω μόνο δίευρω…» δείχνοντάς της το. Αμέσως το πήρε απ’ το χέρι μου και απάντησε: «Δεν πειράζει θα σου δώσω εγώ ενάμιση ευρώ πίσω». Όντως μου έδωσε ‘ρέστα’! Μετά έφυγε γρήγορα προς τα κάτω σιγοτραγουδώντας. Σκέφτηκα ότι θα είναι τρελούλα και κάθισα σε ένα παγκάκι να απολαύσω τη μουντή μέρα και το φαγητό μου.
Τρώγοντας και παρατηρώντας τους βιαστικούς πεζούς χαζογελούσα με αυτό που μόλις είχε γίνει. Ζήτησε πενήντα cents και τα διεκδίκησε με την αξία της. Σωστή επιχειρηματίας η κυρία! Δίνει και ρέστα (σε αντίθεση με τα μηχανήματα του ΟΑΣΘ που σου τρώνε όλο το δίευρω για ένα φοιτητικό εισιτηριάκι).
Δεν πέρασε πάνω από ένα τέταρτο και άκουσα φασαρία από πίσω μου. Σε ένα μαγαζί λίγο πιο ψηλά στη Γούναρη Η κυρία με τις… αφέλειες φώναζε και έβριζε τον ιδιοκτήτη.
Εκείνος της έλεγε: «σε έχω ξαναδεί να τριγυρνάς ζητώντας χρήματα… δεν θα σου δώσω τίποτα και φύγε από αυτό το δρόμο». Εκείνη ακούγοντάς τον άρχισε να φτύνει στο τσιμέντο και να βρίζει ακατάσχετα. Με οργισμένο βήμα έφυγε φωνάζοντας και χτυπώντας την τσάντα της με μανία στα πεζούλια της πλατείας.
Η κυρία με τις… αφέλειες την οποία πέρασα απλά για ‘τρελούλα’ είχε μετατραπεί ξαφνικά σε κάτι αντίστοιχο της ‘Κυράς του Δάσους’, από τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», στη σκηνή που μπαίνει σε πειρασμό για το πολυπόθητο ‘precious’.
Πέρασε αρκετός καιρός και κάποια μέρα είδα την κυρία με τις… αφέλειες/ ‘Κυρά του Δάσους’ στην Εγνατία, στο φανάρι της Ίωνος Δραγούμη. Φαίνεται πως την πήραν χαμπάρι όλοι στην Ναυρίνου και αναγκάστηκε να αλλάξει στέκι, σκέφτηκα, και έκανα να περάσω το φανάρι. Με τράβηξε, όμως, από το χέρι και με ρώτησε με πιο άσχημο τρόπο από την προηγούμενη φορά: «Κούκλα, έχεις πενήντα λεπτά;». Της είπα ότι λυπάμαι και πως δεν έχω ψιλά. «Να σε χαίρεται η μανούλα σου» μου είπε με ειρωνεία και χλεύη στη φωνή και το ύφος. «Σας έχω ξαναδεί στη Ναυαρίνου να ζητάτε χρήματα» της απάντησα. Περιττό να πω ότι η πολυαγαπημένη μου μαμά ‘άκουσε’ τα εξ αμάξης (και λίγα λέω). Από το στόμα τής κάθε άλλο παρά ‘τρελούλας’ κυρίας με τις αφέλειες που εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος και πάλι.
Έχω πολύ καιρό να την συναντήσω εκ νέου. Πριν από το Μάιο την είδα για τελευταία φορά. Δεν μπορώ να ξέρω τι απέγινε Η κυρία με τις… αφέλειες
Εγώ, πλέον το μόνο που κρατάω από αυτήν την ιστορία είναι ότι η καλή πράξη είναι καλή ακόμη κι αν έχει ως δέκτη κάποιο ανάξιο άτομο.