«Είναι γενναίοι, όμως κλαίνε
πιστεύουνε σαν τα μικρά παιδιά» Σαχτούρης
Ένα φωτεινό και ζεστό κίτρινο χρώμα έρχονταν τρέχοντας προς το μέρος μου. Με την άκρη του ματιού μου είδα το πουλοβεράκι του παιδιού που κρατούσε τριαντάφυλλα και καταχαρούμενο χοροπηδούσε στα πλακόστρωτα στενά που χαρακτηρίζουν τα Λαδάδικα. Κρατούσε και ένα σοκολατένιο κρουασανάκι που του έδωσαν στο περίπτερο. Το χαμόγελό του ήταν τόσο πλατύ που νόμιζες ότι τα έχει όλα… όλα όσα χρειάζεται ένα παιδί για να είναι καλά.
«Θα πάρετε ένα για τα κορίτσια;» είπε δείχνοντας τα τριαντάφυλλα με χέρια γεμάτα σοκολάτα και κοιτάζοντας τα αγόρια της παρέας με μάτια αθώα και χαρούμενα. Πήραμε δύο, του δώσαμε χρήματα, κι εκείνο χωρίς να νοιάζεται πια για εμάς, συνέχισε το δρόμο του χοροπηδώντας με το κίτρινο πουλόβερ, τα τριαντάφυλλα και το κρουασανάκι.
Ήταν η πρώτη φορά που είδα αυτό το παιδί στην πόλη, αλλά σίγουρα δεν ήταν η τελευταία.
Επί δύο χρόνια το έβλεπα που και που να τριγυρνάει παρέα με άλλα παιδιά. Πουλούσαν τριαντάφυλλα, χαρτομάντιλα, μπρελόκ-αρκουδάκια που έλεγαν «I love you» όταν τα πατούσες στην κοιλιά, αναπτήρες και άλλα μικροπράγματα. Εκείνο φορούσε συχνά το κίτρινο πουλόβερ, αλλά πλέον τού ήταν όλο και πιο στενό και κοντό. Δεν διέκρινα μόνο αυτή την αλλαγή πάνω του σε σχέση με τη μέρα που το πρωτοείδα… Τα χρόνια περνούσαν και κάθε φορά που το έβλεπα το χαμόγελό του ήταν όλο και πιο βεβιασμένο, όλο και πιο σπάνιο.
Μια μέρα κάθονταν κατσουφιασμένο σε παγκάκι στην Αριστοτέλους και φορούσε ένα φθαρμένο μπουφάν. Έκανε κρύο και ψιχάλιζε. Πήγα να το ρωτήσω αν είχε χαρτομάντιλα. Μου έδωσε ένα πακέτο, του έδωσα χρήματα και είπε ευχαριστώ. Ανυπομονούσα να ξαναδώ το χαμόγελο που είχα δει πριν καιρό στα Λαδάδικα. Δε μου χαμογέλασε, δεν με κοίταξε καν…
Πέρασαν μερικοί μήνες και οι βροχές πύκνωσαν. Το κρύο γίνονταν πιο άγριο. Κανείς δεν κοντοστέκονταν ανούσια στο δρόμο, κανείς δεν έδινε σημασία στους πλανόδιους ή τους επαίτες. Όλοι έτρεχαν να μπουν στα κτήρια της δουλειάς τους ή σε καφέ για να προφυλαχτούν από τις καταιγίδες. Ανάμεσά τους κι εγώ. Δεν παρατηρούσα καν γύρω μου.
Κι όμως, το κίτρινο πουλοβεράκι δεν με άφησε ούτε πάλι αδιάφορη. Το παρατήρησα με το που βγήκα από το φούρνο πίσω απ’ τη στάση Καμάρα. Κίτρινο πουλόβερ, πιο στενό από ποτέ, κι από πάνω το φθαρμένο μπουφάν. Το παιδί αυτή τη φορά κρατούσε πλαστικές εικονίτσες της Παναγίας με το Χριστό στην αγκαλιά. Το παιδί αυτή τη φορά έκλαιγε… Έκλαιγε σχεδόν αντρικά, όχι σαν παιδάκι. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του και το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση πόνου, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να μην το προσέξει καν.
Κάθονταν κοντά στην Παναγία Δεξιά κάτω από μια πολυκατοικία με μπαλκόνια για να μη βρέχεται. Πήγα κοντά του και το ρώτησα πόσο κάνουν οι εικόνες. Μου είπε ‘όσο θέλεις’. Πήρα μια, του έδωσα ένα ευρώ και το ρώτησα αν είναι καλά.
Σήκωσε το κεφάλι του. Μετά από δυο χρόνια ήταν η πρώτη φορά που με κοιτούσε και πάλι.
Τα μάτια του δε σταμάτησαν να δακρύζουν, όμως ένα βεβιασμένο χαμογελάκι σχηματίστηκε στα χείλη του.
‘Καλά’, μου απάντησε…
Και τότε, μέσα από αυτές τις αντιθέσεις, συνειδητοποίησα ότι η αθωότητα και το χαμόγελο αυτού του αγοριού, του παιδιού με το κίτρινο πουλοβεράκι, είχαν χαθεί από καιρό ανεπιστρεπτί…
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει